-
1 σχήμα
σχήμα τοсхима – образ. Так называется высшая степень монашества, соединенная с новыми, строжайшими обетами самоотвержения. Схима разделяется на две степени: малая схима (μικρόσχημο) и великая схима (μεγαλόσχημο), см. μικρόσχημος, μεγαλόσχημος. Посвящение в них сопровождается молитвами и священнодействиями и называется: а) последованием малой схимы, то есть мантии и б) последованием великого и ангельского образа.Схимой также называют определенного вида монашеское облачение:περιβάλλομαι το σχήμα — носить схиму. см. μοναχός
Этим.< дргр. σχήμα < σχη- < σχή-σω < έχω < hέχω < инд. segh «держать, приобретать», сравните с санскр. sahate «побеждать, завоевывать», sahas «победа», готс. sigis «победа»
См. также в других словарях:
απαρνούμαι — κ. απαρνιέμαι (ΑΜ ἀπαρνοῦμαι, έομαι) αρνούμαι τελείως κάτι, αποκηρύσσω, απορρίπτω, εγκαταλείπω νεοελλ. φρ. «απαρνούμαι τα εγκόσμια» περιβάλλομαι το μοναχικό ή ιερατικό σχήμα αρχ. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι … Dictionary of Greek
περιβολή — η, ΝΜΑ [περιβάλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιβάλλω και περιβάλλομαι, περίφραξη, περιτριγύρισμα (α. «η περιβολή τού κτήματος με τοίχο» β. «η περιβολή τού οχυρού με τάφρο») νεοελλ. φρ. α) «περιβολή κρυστάλλου» (ορυκτ.) σύνηθες και… … Dictionary of Greek
ντύνω — έντυσα, ντύθηκα, ντυμένος 1. φορώ ρούχα σε κάποιον. 2. το μέσ., ντύνομαι φορώ ρούχα, ενδύματα: Με της γνώριμης αρχαίας των αρετής, το σχήμα το ανωφέλευτο ντυμένες (Γρυπάρης). 3. μτφ., περιβάλλομαι: Και η γη τη χλόη ντύνεται, τα δάση της ισιώνουν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)